- τληπαθής
- τληπαθήςwretchedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τληπαθής — και κατά τον Ησύχ. τλατπαθής, ές, Α αυτός που υφίσταται ή έχει υποστεί πολλά δεινά, ταλαίπωρος («τλαιπαθές ταλαίπωρε», Ησύχ.). επίρρ... τληπαθῶς Μ άθλια, με άθλιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας) + παθής (< πάθος), πρβλ … Dictionary of Greek
τληπαθῆ — τληπαθής wretched neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τληπαθής wretched masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τληπαθής wretched masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθεστάτων — τληπαθής wretched fem gen superl pl τληπαθής wretched masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθεστέρων — τληπαθής wretched fem gen comp pl τληπαθής wretched masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθές — τληπαθής wretched masc/fem voc sg τληπαθής wretched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθέστατα — τληπαθής wretched adverbial superl τληπαθής wretched neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθέστατον — τληπαθής wretched masc acc superl sg τληπαθής wretched neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθοῦς — τληπαθής wretched masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθέσι — τληπαθής wretched masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθέστατοι — τληπαθής wretched masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)